Ανορθόγραφο κείμενο στα Ελληνικά

 

 

https://www.scribd.com/doc/306521585/%CE%91%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1

 

Έχει η Αθήνα ομορφιές
έχει και κάτι ζωγραφιές
μα σαν της Πλάκας τα στενά
δεν είδα άλλα τέτοια πουθενά

 

Κάποιοι από τους στίχους των παλιών κανταδόρων που ύμνησαν την παραδοσιακή συνοικία Πλάκα, τη συνοικία των θεών που έζησε μαζί με χιλιάδες θνητούς χαρές και πίκρες, τη λευτεριά μα και την υποδούλωση.

Χιλιάδες πραγματικά άνθρωποι έζησαν στα στενά της Πλάκας, αφού σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες η βορειοανατολική πλευρά γύρω από το βράχο της Ακρόπολης κατοικείται πάνω από 3.000 χρόνια π.Χ. Στην αρχαία Αθήνα αποτελούσε την κυρίως πόλη, αποτελούμενη από μικρά σπιτάκια και μεγαλόπρεπα δημόσια κτήρια. Η πολιορκία των Ρωμαίων υπό τον Σύλλα είχε τρομερά καταστρεπτικές συνέπειες για την Αθήνα. Τις καταστροφές αυτές εξισορόπησε αργότερα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός με την εκτέλεση μεγάλων έργων όπως το Αδριάνιο υδραγωγείο, η βιβλιοθήκη του Αδριανού, και πολλά άλλα. Οι Αθηναίοι, πάντα ευγνώμονες, έχτισαν προς τιμήν του την πύλη του Αδριανού.

Γνώρισε τα «γιαγκίνια», τις μεγάλες φωτιές που την κατάκαψαν, τις σφαγές, τα γιουρούσια των αγαρινών και των άλλων κατακτητών του Μεσαίωνα, τα παιδομαζώματα από τους Τούρκους, τις φοβερές επιδημίες της βλογιάς και της χολέρας.
Κι αν το Βυζάντιο της άφησε πλήθος από μεγαλόπρεπες εκκλησιές και αρχοντικές κατοικίες, στην τουρκοκρατία καταστράφηκαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους.

Την αποτελούσαν τα πλατώματα (σημερινές ενορίες) του Μονοκαλούφτη, του Ροδακιού, του Κωτάκη, και της Σωτήρας. Την εικόνα της συνέθεταν κυρίως μικρά σπίτια αλλά και κάποια αρχοντικά με ιδιόκτητες εκκλησιές που κι αυτά κατραστράφηκαν στη διάρκεια των οκτώ χρόνων της επανάστασης. Η τουρκοκρατούμενη Πλάκα, που ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν επίπεδη σε αντίθεση με τη διπλανή της συνοικία, το Ριζόκαστρο που βρισκόταν στις ρίζες του κάστρου (Ακρόπολης), ήταν μια από τις ωραιότερες συνοικίες της Θεσσαλονίκης.

Με την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του Ελληνικού βασιλείου το 1834, τα κατεστραμμένα σπίτια άρχισαν να ανοικοδομούνται στηριγμένα στη βασική γραμμή των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κιανδή και Σάουμπερτ, η οποία δυστυχώς δεν τηρήθηκε μέχρι τέλους. Έτσι, η Πλάκα άρχισε να γεννιέται από τις στάχτες της αποκτώντας και πάλι ένα ξεχωριστό ύφος προσαρμοσμένο πάντα στις απαιτήσεις των καιρών.

Τότες δημιουργήθηκαν τα Αναφιώτικα, η φτωχική γειτονιά με τα νησιώτικα σπιτάκια που τα ‘χτιζαν λαθραία τις νύχτες οι Αναφιώτες μάστοροι που δούλευαν στο χτίσιμο της Αθήνας κατά το τέλος της βασιλείας του Όθωνα.

 

Στης Πλάκας τις ανηφοριές
που ανθίζουν οι κληματαριές
βλέπεις κάτι πλακιώτισσες
που λες ροδόσταμο τις πότισες

Η πλακιώτισσα ήταν στα τέλη του περασμένου αιώνα το πρότυπο της μέσης Αθηναίας νοικοκυράς, που τελειώνοντας τις δουλειές της αναπαυόταν στο κατώφλι του σπιτιού κουβεντιάζοντας και λέγοντας αστεία με τις γειτόνισσες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Εμ. Ροΐδη: «…η αυτάρκεια και ασφάλεια του ψωμιού της επομένης μεταδίδουν στη φυσιογνωμία των καλών αυτών γυναικών κάποια ιδιαίτερη έκφραση γαλήνης και ηρεμίας». Όσο για τις χιλιοτραγουδισμένες πλακιωτοπούλες, παροιμιώδης ήταν η ομορφιά τους. Άλλωστε, μια πλακιωτοπούλα, η Θηρεσία Μακρή, κόρη του πρόξενου της Αγγλίας, ήταν η αγαπημένη του Λόρδου βύρωνα. Όταν ο φιλέλληνας ποιητής φιλοξενήθηκε στο σπίτι της κοπέλας στην Πλάκα, δίκαια της έδωσε τον τίτλο της «κόρης των Αθηνών».

Η γραφικότητα όμως της Πλάκας δε σταματούσε στις καθημερικές ασχολίες ή στο ένδοξο παρελθόν της. Τις απόκριες στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Πλάκα μεταμορφωνόταν. Οι φωταψίες από τις δεξιώσεις των αρχοντικών σπιτιών ταίριαζαν αρμονικά με το «γαϊτανάκι», την «Γκαμήλα», τον ξυλοπόδαρο, και τον «Πασχάλη», τη διασκέδαση των λαϊκών τάξεων που ξεχυνόταν στους δρόμους με την έναρξη του Τριωδίου. Τα σοκάκια της Πλάκας τότε γέμιζαν από σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, και χαρτοπόλεμο. Βροχή έπεφτε το κομφετί, οι σταγαλιές κατάμουτρα, και πίσω από τους μασκαράδες έτρεχε η «μαρίδα», ο πιτσιρικόκοσμος της εποχής.

Το γλέντι κατέληγε στα ταβερνάκια. Τα πασίγνωστα ταβερνάκια της Πλάκας που φιλοξενούσαν όλων των ειδών τους ανθρώπους. Ανθρώπους που έβρισκαν τον εαυτό τους με τα μεζεδάκια, το κατοσταράκι με το κρασί, και την καλή παρέα. Άλλωστε, εκείνη την εποχή αυτές οι μικρές απολαύσεις ήταν αρκετές για να σε κάνουν ευτυχισμένο. Οι πιο γνωστές από τις ταβέρνες εκείνες ήταν η ταβέρνα του Τζούτζουρι «Το κέφι», «Η παλιά Αθήνα» του Γιώργου Γάκη, «Ο Ζαφείρης» του Γυφτογιάννη, και πολλές άλλες που δυστυχώς έκλεισαν, κλείνοντας στα ερείπιά τους μια σειρά από αναμνήσεις…

Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα κανάτια σου…

Αναμνήσεις όπως ο θρυλικός Μπάρμπα-Γιάννης, που έκανε ξαφνικά ένα πρωί την εμφάνισή του στα σοκάκια της Πλάκας με το κοκκινότριχο γαϊδουράκι του φορτωμένο με Αιγινίτικα κανάτια γεμάτα κρύο νερό. Έτσι έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Πλάκα, ώσπου, κάποια μέρα, εξαφανίστηκε από την περιοχή και κανένας πια δεν έμαθε τι απέγινε. Υπήρχαν όμως κι άλλοι πλανόδιοι πραματευτάδες όπως ο γαλατάς με το συληβριανό γιαούρτι, ο μανάβης με τα ζαρζαβατικά του, ο καρβουνιάρης με τα ξυλοκάρβουνα και το κοκ, απαραίτητα για το μαγείρεμα, ο παπλωματάς που γέμιζε τα παπλώματα και τα στρώματα, και οι γλυκατζήδες με μοναδικές λιχουδιές όπως το σάμαλι, οι τουλούμπες, και ο μελένιος, ο άσπρος χαλβάς με τα ολόκληρα αμύγδαλα. Επαγγέλματα που έχουν πια χαθεί, ενώ τη θέση τους πήραν σιγά-σιγά τα καταστήματα με προϊόντα για τους τουρίστες.

Φτάνοντας λοιπόν στη δεκαετία του 1960, στα δρομάκια της Πλάκας θα συναντήσουμε νυχτερινά κέντρα, μπουάτ, ξενόγλωσσες φωτεινές επιγραφές, και τουρίστες που γυρνούν στα σοκάκια κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή κι ένα μπουκάλι νερό. Η γραφικότητα της Πλάκας αρχίζει να αλλοιώνεται, ενώ οι κάτοικοι φεύγουν και τα καταστήματα αυξάνονται.

Ευτυχώς, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, οι εναπομείναντες κάτοικοι διαμαρτύρονται και αρχίζει η κρατική πρωτοβουλία ανάπλασης της Πλάκας. Έτσι, το 1979 άρχισε να εφαρμόζεται μια ολόκληρη σειρά διαδοχικών μέτρων για τη σωτηρία της Πλάκας. Εφαρμόζεται νέο σύστημα κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων, ανακατασκευάζονται σταδιακά τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρικού, αερίου, και τηλεφώνων. Τοποθετείται υπόγειο δίκτυο κεραίας τηλεόρασης, αφαιρούνται οι κραυγαλέες ξενόγλωσσες επιγραφές, κηρύσσονται διατηρητέα τα μισά περίπου κτήρια, θεσπίζονται όροι και περιορισμοί στη χρήση της γης, καθώς και ειδικοί όροι δόμησης. Τέλος, δημιουργείται το γραφείο Πλάκας του ΥΠΕΧΩΔΕ και τα αποτελέσματα φαίνονται πια καθαρά. Για μία ακόμη φορά η Πλάκα ξαναζεί ύστερα από το πέρασμα του τελευταίου καταστροφέα της.

Σήμερα στην αναστυλωμένη Πλάκα είναι αισθητή η παρουσία αρχαιολογικών χώρων και μνημείων όλων των εποχών (κλασικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά, οθωμανικά) που συνυπάρχουν αρμονικά. Ας περιπλανηθούμε για λίγο στα δρομάκια της και ας γνωρίσουμε κάποια από αυτά ξαναζώντας έτσι για λίγο κάτι από την εποχή τους.

Στην καρδιά της Πλάκας, στην οδό Τριπόδων, θα δούμε το μνημείο του Λυσικράτους, χτισμένο τον 4ο αιώνα π.Χ από τον Αθηναίο Λυσικράτη ύστερα από τη νίκη στο χορό των παιδιών της Ακαμαντίδας φυλής, της οποίας ήταν χορηγός. Το «Φανάρι του Διογένη», όπως είναι γνωστό σήμερα το μνημείο, το μεσαίωνα βρισκόταν στην αυλή του μοναστηριού των καπουτσίνων που ήταν χτισμένο γύρω του. Η μονή καταστράφηκε στην επανάσταση, και το μνημείο, αφού γλίτωσε από τα χέρια του Έλγιν, επισκευάσθηκε από τους Γάλλους το 1845 και το 1892, όπως άλλωστε αναγράφει και η επιγραφή σε μαρμάρινη στήλη κοντά στο Μνημείο.

 

Α ρε Ευρώπη που τα ξέρεις όλα…

Δε θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τον πλακιώτη από τον οποίο ζητήσαμε πληροφορίες για το μνημείο του Λυσικράτη. «Α, ρε Ευρώπη που τα ξέρεις όλα!» ήταν τα λόγια του, κι όχι άδικα αφού στα δρομάκια της Πλάκας ακόμα και την Άνοιξη θα συναντήσεις κυρίως Ευρωπαίους τουρίστες να θαυμάζουν τα μνημεία. Κι αν δεις και καμιά παρέα από Έλληνες, θα είναι καθισμένοι σε κάποια καφετέρια αδιαφορώντας για τη γραφικότητα γύρω τους.

Στην αντίθετη ακριβώς πλευρά της Πλάκας, στο τέλος της οδού Αιόλου, θα δούμε ακόμα ένα αξιοθέατο μνημείο, από την εποχή του Αδριανού αυτή τη φορά, το Ρολόι του Ανδρονίκου, ή τους Αέρηδες όπως προτιμά να το λέει ο λαός. Στα αρχαία χρόνια, όταν ακόμα τα καιρικά φαινόμενα ήταν ανεξήγητα, ο πύργος των ανέμων φάνταζε φοβερός κάτοχος όλων των μυστηρίων και των εκρήξεων της οργής των θεών.

 

Κι ο θεός ήταν πλακιώτης
κι όταν σιγοψιχαλίζει
τα βασιλικά ποτίζει

Πράγματι, ο θεός δεν μπορεί παρά να είναι πλακιώτης σκεφτόμαστε κοιτάζοντας τις αναρίθμητες εκκλησιές της Πλάκας. Ποιες να πρωτοαναφέρει κανείς;

  • Η Αγία Σωτήρα,
  • ο Άγιος Νικόλαος ο Ραγκαβάς,
  • η Χρυσοκαστριώτισσα,
  • ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος,
  • η Μεταμόρφωση,
  • ο Άγιος Δημήτριος το παρεκκλήσι

είναι μερικές από τις εκκλησιές που γλίτωσαν από τη σκαπάνη των αρχαιολόγων που αδιαφορώντας για τη βυζαντινή ιστορία τους τις κατεδάφισαν ψάχνοντας για ερείπια της αρχαίας Αθήνας. Τέλος, οι Άγιοι Ανάργυροι, το Μετόχι του Παναγίου τάφου, μια από τις έντεκα αρχαιότερες «βασιλικές» εκκλησιές της Αθήνας, με τον αυλόγυρό της όπου έθαβαν κατά τους βυζαντινούς αιώνες τους Παλαιολόγους, τις ροδοδάφνες της, το παλιό πηγάδι, τη μαρμάρινη αρχαία βρύση της, το τελευταίο ίσως φανάρι της παλιάς Αθήνας, και τα γέρικα κυπαρίσσια της, κρατάει ακόμα κάτι από την παλιά της μεγαλοπρέπεια έχοντας την τιμή να είναι η πρώτη εκκλησία στην οποία φτάνει το Άγιο Φως από τα Ιεροσόλυμα κάθε Ανάσταση.

Και βέβαια, λίγο πιο κάτω βρίσκεται το παλιό Πανεπιστήμιο. Το κτήριο του Κλεάνθη που το έτος ίδρυσής του, το 1837, στέγασε 52 μόλις φοιτητές στη Δικαστική, τη Φιλοσοφική, τη Θεολογική, και την Ιατρική σχολή. Το πρώτο πανεπιστήμιο του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους ήταν το μεγαλύτερο σύμβολο της πνευματικής Αναγέννησης της χώρας. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στα εγκαίνιά του: «το σπίτι αυτό» είπε, δείχνοντας το πανεπιστήμιο, «θα φάνει το σπίτι εκείνο» και έδειξε τα ανάκτορα. Κι όμως αυτό το τόσο μεγάλης σημασίας «σπίτι» έμεινε παραμελημένο μέχρι πριν μερικά χρόνια, οπότε και επισκευάστηκε.

Ίσως να μη φταίνε μόνο οι Έλληνες που δεν έλκονται όσο παλιά από αυτή τη γραφική συνοικία της Αθήνας. Ένα μερίδιο της ευθύνης αυτής έχουν και οι διάφοροι κερδοσκόποι, που έχουν μεταβάλει την Πλάκα σε μια τεράστια αγορά που πουλάει τα πάντα, από μπλουζάκια μέχρι συνειδήσεις και από χρυσαφικά μέχρι και την ίδια την ιστορία. Παρόλη λοιπόν την ανάπλασή της, η Πλάκα παραμένει μια περιοχή με πολλά μαγαζιά και λίγα σπίτια. Πολλούς ξένους και λίγους Έλληνες. Πολλές αναμνήσεις και αβέβαιο μέλλον. Σύμφωνοι, ο τουρισμός είναι μια από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων της χώρας μας, δε χρειάζεται όμως να θυσιάσουμε στο βωμό του το «στολίδι της Αθήνας».

Αυτό που χρειάζεται είναι ευαισθητοποίηση από όλους, κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, πολιτικούς και πολίτες. Αν όλοι γνωρίσουν την Πλάκα, ένα είναι σίγουρο: όλοι θα την αγαπήσουν, όχι μόνο γι’ αυτό που ήταν, αλλά και γι’ αυτό που είναι. Μια όαση στο χάος της Αθήνας. Μια διέξοδος από το άγχος. Μια γλυκιά ανάπαυλα. Όλοι μαζί μπορούμε και πρέπει να διατηρήσουμε αυτή τη γλυκιά ανάπαυλα. Της το χρωστάμε…

 

 

Τελευταία τροποποίηση: Τετάρτη, 25 Σεπτέμβριος 2019, 1:38 μμ