Premiere Pro Glossary


Λίστα με ορισμούς που αφορούν την εφαρμογή Premiere Pro και την επεξεργασία ψηφιακού βίντεο γενικότερα. 

Περιήγηση στο γλωσσάριο χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο

Ειδικά | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | 0 | 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | ΟΛΑ

L

L cut

An edit that extends a video clip’s audio into the following video clip, sometimes done to improve continuity.

layering

Στην ορολογία βίντεο, το layering (επίστρωση) είναι η στοίβαξη στοιχείων πολυμέσων σε ένα χρονοδιάγραμμα έργου βίντεο για την ταυτόχρονη αναπαραγωγή πολλαπλών στοιχείων. Το πιο κοινό εφέ layering είναι η διάταξη διαχωρισμένης οθόνης με πολλαπλά «παράθυρα» αναπαραγωγής βίντεο ταυτόχρονα.


license

Legal permission to use content. A license allows a rights holder to keep their copyright while granting permission for usage.

lift

An edit that removes a range of frames from a clip in a sequence, resulting in a gap.

link

A filesystem path to a document used in a project. Instead of copying imported content into a Premiere Pro project file, the project file remembers the link. Linking helps keep project file sizes small and makes it easier to manage and update imported content.

lower-third

A type of title located in the bottom one-third of a video frame, such as a title displayed to identify a subject or location.